ασβολοποιός

ασβολοποιός
ἀσβολοποιός, -όν (Μ)
αυτός που μετατρέπει κάτι σε ασβόλη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασβόλη + -ποιός < ποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀσβολοποιῷ — ἀσβολοποιός turning into soot masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”